
Σουβενίρ από Ελλάδα – Η Παράδοση σε Τake Away μορφή
Μυρωδιές, εικόνες και συναισθήματα Ελλάδας σε κάθε σουβενίρ. Η παράδοση σε take away μορφή για όσους την κουβαλούν μέσα τους.
Μικρά κομμάτια πατρίδας σε κάθε σακούλα- αρώματα, εικόνες και συναισθήματα που χωράνε στο χέρι, αλλά μένουν στην καρδιά
Συντάκτης: Κυριάκος Σαχινίδης- Ψηφιακός δημιουργός
«Δικά μου γενέθλια είναι. Θέλω να πάμε στο San Francisco.»
Για τα εξηκοστά γενέθλια του συντρόφου μου, του Λη ήθελα να πάμε σε ένα αξέχαστο ταξίδι ζωής. Εκείνος αντίθετα ήθελε να πάμε στην Αμερική. Μετά από μήνες διαβουλεύσεων, τον προκάλεσα σε ένα road trip, με δυνατά αισθήματα, αναμνήσεις. Μέχρι το τέλος του κόσμου, μέχρι τις πύλες του Άδη. Μία προϋπόθεση, να μαζεύουμε ένα σουβενίρ, κάτι ξεχωριστό από κάθε μέρος που πηγαίνουμε – κομμάτια της πατρίδας, για να φτιάξουμε ένα 60o γενέθλιο κιβώτιο αναμνήσεων. Τέλη Απρίλη φτάσαμε. Μετά από μερικές ημέρες στο σπίτι μας στην Ανατολική Αττική, ξεκινήσαμε το road trip (δικές του λέξεις), φτάσαμε στην Εθνική Οδό, περάσαμε τον ισθμό και ήμασταν επισήμως στην Πελοπόννησο.

Πρώτη στάση: η Μαντινεία και δύο οινοποιεία της περιοχής
Πρώτα γνωρίσαμε τη γλυκιά Σάντυ στο μικρό οικογενειακό οινοποιείο Καλογρή με μικρή παραγωγή και μετά τη γενναιόδωρη Ντίνα στο μεγαλύτερο οινοποιείο Σπυρόπουλου. Όλοι ζεστοί άνθρωποι με χαμόγελα. Η Ντίνα μας πρότεινε να επισκεφτούμε το σπήλαιο Κάψια – ένα μαγευτικό μέρος με πανέμορφους σχηματισμούς, ενώ η Σάντυ μας πρότεινε να αγοράσουμε τη φέτα της περιοχής. Μία φέτα με απίστευτο υπόβαθρο και γεμάτη γεύση. Το αυτοκόλλητο της συσκευασίας της φέτας της περιοχής, έτσι για να μας θυμίζει την πρώτη μέρα έγινε το σουβενίρ της πρώτης μας μέρας. Το έκλεισε σε ένα τετράδιο και το φύλαξε στο συρτάρι του κομοδίνου, όπου διαμέναμε.

Δεύτερη μέρα στην Πελοπόννησο
Κατά τη μυθολογία στα νερά του Λούσιου ποταμού οι Νύμφες Νέδα, Αγνώ και Θεισόα έλουσαν τον Δία όταν ήταν νεογέννητο μωρό. Εμείς πάλι κάναμε ράφτινγκ. Μια δραστηριότητα που μας δρόσισε στα παγωμένα νερά του μυθικού ποταμιού και μας άφησε για σουβενίρ ένα μπουκαλάκι παγωμένο κρυστάλλινο νερό από το ποτάμι. Πήραμε το αμάξι και συνεχίσαμε.
Στο ορεινό, Αρκαδικό τοπίο των Βασσών Φιγαλείας, αποτελεί ένα από τα καλύτερα σωζόμενα παραδείγματα ναών της κλασικής εποχής – ο ιερός ναός Επικούριου Απόλλωνα στη Βέσσα.

Τόσα ερωτηματικά. Γιατί τον έκτισαν εδώ;
Ο ευγενέστατος φύλακας μας εξήγησε πως ο ναός είχε κτιστεί πάνω σε έναν αρχαιότερο χώρο λατρείας και μας μίλησε για τις συγκρούσεις μεταξύ Σπαρτιατών και Αρκάδων. Σουβενίρ από την επίσκεψη? Πολλές, πάρα πολλές φωτογραφίες και δύο εισιτήρια εισόδου. Το ταξίδι συνεχιζόταν με απόλυτη επιτυχία και ήμουν πολύ χαρούμενος.
Στην Καρδαμύλη, θέλαμε να επισκεφτούμε το σπίτι του Βρετανού συγγραφέα και ταξιδευτή Patrick Lee Fermor. Επειδή είναι ανοικτό συγκεκριμένες μέρες, δεν μπορέσαμε να μπούμε μέσα, μόνο κατορθώσαμε να «κλέψουμε» ένα λεμόνι από το κήπο. Ένα μυρωδάτο σουβενίρ για το κιβώτιο των αναμνήσεων.
Και φτάσαμε στη Μάνη.
Κάποιος μας είχε μιλήσει για τα «αθέατα» χωριά. Χωριά σαν την πανέμορφη Βάθεια, αλλά στα βουνά. Ο δρόμος στενός. Πολύ στενός. Μετά από τριάντα περίπου λεπτά οδήγησης τα πρώτα σπιτάκια ξεπηδούν από το πουθενά. Η θέα, ο βραδινός ήλιος που δύει – όλα σε μαγεύουν. Και χάνεσαι.

Μουντανίστικα, Λεοντάκη, Πέπο
Οι φωτογραφίες έδιναν και έπαιρναν, αλλά εγώ ήθελα και κάτι απτό, κάτι για το κιβώτιο. Κοιτούσα. Το μάτι μου έπεσε σε μια άγρια σπαραγγιά με τρία μόλις σπαράγγια. Τα μαζέψαμε, τα δύο τα κάναμε σε μια απλή αλλά γευστική σαλάτα την επόμενη μέρα με τσιγαριστά λαχανικά και το τρίτο μπήκε στο κιβώτιο των αναμνήσεων. Σουβενίρ από τα αθέατα χωριά.
Την Πέμπτη νωρίς το πρωί ξεκινήσαμε προς το φάρο στο Ταίναρο για να μην περπατάμε μέσα στον ήλιο. Το μονοπάτι ήταν βατό και μετά από 30 περίπου λεπτά άρχισε να ξεπροβάλλει, σαν να θέλει να σε κοροϊδέψει έφτασες εκεί. Σε 15 ακόμα λεπτά καταλήξαμε τελικά στο φάρο του Ακροταίναρου, το μέρος που οι Αρχαίοι θεωρούσαν το τέλος του κόσμου, το νοτιότερο σημείο της ηπειρωτικής Ευρώπης. Ίσως τα συναισθήματα και οι αναμνήσεις να είναι μεγαλύτερες από τον φάρο. Και οι καπαριές εξίσου μεγάλες και γεμάτες. Σε ένα μεγάλο μπουκάλι νερό, που γεμίσαμε με θαλασσινό νερό, τις μαζέψαμε και τις αφήσαμε να γίνουν σε φυσική πίκλα. Είχε κρίταμο, αλλά και ένα ιδιαίτερο φυτό, κάτι μεταξύ άγριου σκόρδου και άγριου πράσου, που δεν έχω δει αλλού.

Σουβενίρ αληθινά της αληθινής Μάνης
Η επιστροφή ήταν μιάμιση ώρα γιατί σταματούσαμε συνέχεια σε καπαριές με έτοιμους καρπούς. Και όταν αρχίσεις να μαζεύεις, εθίζεσαι και δεν μπορείς να σταματήσεις. Στο Πόρτο Κάγιο μας περίμενε ο κύριος Πέτρος, ένας ντόπιος βαρκάρης. Σαν το βαρκάρη της μυθολογίας για να μας ταξιδέψει στις πύλες του Άδη. Εκεί φτάσαμε σε είκοσι πέντε λεπτά. Σταματήσαμε, δώσαμε δύο νομίσματα για το βαρκάρη και κρατήσαμε ένα ακόμα για το κουτί των αναμνήσεων. Είπαμε δύο λόγια. Ο άνεμος άλλαξε κατεύθυνση και μας πλοήγησε με ασφάλεια πίσω στο Πόρτο Κάγιο. Είχαμε κατακτήσει τις πύλες του Άδη. Και τα σουβενίρ ήταν πολύ περισσότερα από τις φωτογραφίες και το νόμισμα.
Την επόμενη μέρα, Παρασκευή ήταν τα γενέθλια του και τον περίμενε μια ευχάριστη έκπληξη για το βράδυ.
Απέναντι από το χωριό Σταυρί, όπου η Μανιάτισσα φίλη Σεφ Σταυριανή Ζερβακάκου διατηρεί το μαγαζί της, στέκονται τα ερείπια του πιο μαγευτικού ξωκλησιού της ζωής μου, της Παναγιάς Οδηγήτριας ή Αγήτριας (όπως το λένε οι Μανιάτες). Το ξωκλήσι δεν το βλέπεις αν δεν ξέρεις, αγέρωχο πάντα στη σκιά, ανάμεσα σε σκίνους και φλόμους με θέα στο ακρωτήρι Τηγάνι. Από το μονοπάτι, φτάσαμε, σε δέκα λεπτά, και μας κυρίευσε ένα θείο συναίσθημα. Μέσα στο ξωκλήσι, τοιχογραφίες του 13ου αιώνα. Κάτι μεταφυσικό.

Οι φωτογραφίες έδιναν και έπαιρναν, μέχρι που άνοιξα την τσάντα μου.
Ο φίλος, οινοποιός Αντρέας Καραμπερίδης είχε στείλει ένα εξαίρετο παλιωμένο Συρά από τη Νέα Πέραμο, που είχε «ξεχάσει τέσσερα χρόνια στο βαρέλι», το είχε εμφιαλώσει μόνο για τα εξηκοστά γενέθλια του συντρόφου μου πριν το βγάλει στην αγορά με ζωγραφιές της συζύγου του. Το κρασί ήταν από τα καλύτερα που έχω πιει στη ζωή μου. Συμπυκνωμένο με απίθανα αρώματα και τελείωμα.
Το μπουκάλι αυτό έμελλε να αποτελέσει το τελευταίο απτό σουβενίρ από το ταξίδι μας στη Μάνη. Ένα ταξίδι που ο Λη αρχικά δεν ήθελε να κάνει. Ένα ταξίδι που μας γέμισε το χέρι με μικρά σουβενίρ από κάθε μέρος που επισκεφτήκαμε. Αλλά δεν ήταν αυτός ο σκοπός.
Γιατί δεν είμαστε τουρίστες, είμαστε ταξιδευτές και η καρδιά μας γεμίζει από μαγικές εικόνες που μένουν αποτυπωμένες στην ψυχή μας. Στη Μάνη θα πηγαίνουμε για τα γενέθλια του κάθε χρόνο.
Αυτό υποσχεθήκαμε στην πτήση της επιστροφής.
Comments

travelcuisine25
23 Σεπτεμβρίου, 2025
Αγαπητή Κατερίνα,
Ευχαριστούμε θερμότατα για το σχόλιο! Δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε απόλυτα αφού η περιγραφή του Κυριάκου Σαχινίδη μέσω των εμπειριών του είναι ιδιαίτερα γλαφυρή! Γεύεσαι την Ελλάδα!


Κατερίνα Δ
23 Σεπτεμβρίου, 2025
Το ταξίδι στην Μάνη ,του Κυριάκου Σαχινίδη,με ταξίδεψε ,μέσα από λέξεις,που ζωντάνεψαν εικόνες και μυρωδιές,από έναν κόσμο ονειρικό.